πτωμαΐνη

πτωμαΐνη
η, Ν
(βιοχ.) αμινική ουσία που προέρχεται από την αποσύνθεση τών πρωτεϊνών με ενζυματική αποκαρβοξυλίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptomaine (< πτώμα + κατάλ. -ine τής χημ. ορολογίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτωμαΐνη — η τοξική ουσία που σχηματίζεται στα πτώματα που σαπίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”